expertise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
expertise | expertises |
expertise (fr) θηλυκό
- η αξιολόγηση, η εκτίμηση της αξίας, η γνωμάτευση, η γνωμοδότηση