explained
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]explained (en)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]explained (en)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- example explained : επεξήγηση παραδείγματος
explained (en)
explained (en)