explicable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- explicable < expliquer
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
explicable | explicables |
explicable (fr) αρσενικό ή θηλυκό