explication
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]explication (en)
- η εξήγηση, η αιτιολόγηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
explication | explications |
explication (fr) θηλυκό
- η εξήγηση