explicite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- explicite < λατινική explicitus < explicare (εξηγώ)
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
explicite | explicites |
explicite (fr)