exploration
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]exploration (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]exploration (fr) θηλυκό
exploration (en)
exploration (fr) θηλυκό