exploro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

exploro < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

exploro

  1. εξερευνώ
  2. εξετάζω
  3. δοκιμάζω
  4. κατασκοπεύω

Κλίση[επεξεργασία]