exponencial
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
exponencial | exponenciais |
exponencial (pt) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
exponencial | exponenciais |
exponencial (pt) αρσενικό ή θηλυκό