expression

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
expression expressions

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪkˈspɹɛʃ.ən/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

expression (en)

  1. η έκφραση, για λόγο
    an offensive/polite expression - υβριστική/ευγενική έκφραση
    a popular/common/idiomatic expression - λαϊκή/κοινή/ιδιωματική έκφραση
    phrases and expressions - φράσεις και εκφράσεις
    a proverbial expression - παροιμιακή έκφραση
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έκφραση, πράγματα που λένε, γράφουν ή κάνουν οι άνθρωποι για να δείξουν τα συναισθήματα, τις απόψεις και τις ιδέες τους
    free expression of opinion - ελεύθερη έκφραση γνώμης
    as means of expression - ως μέσο έκφρασης
    May of ‘68 was an expression of opposition against the establishment.
    Ο Μάης του ΄68 αποτέλεσε έκφραση αντίδρασης στο κατεστημένο.
  3. η έκφραση, το ύφος, μια έκφραση στο πρόσωπο ενός ατόμου που δείχνει τις σκέψεις ή τα συναισθήματά του
    an expression of worry/joy/fear/sadness/admiration - έκφραση ανησυχίας/χαράς/φόβου/λύπης/θαυμασμού
    someone’s facial expressions and gestures - οι εκφράσεις του προσώπου και οι χειρονομίες κάποιου
    You can tell from his expression that he’s lying.
    Από την έκφρασή του καταλάβαινες ότι λέει ψέματα.
    He had an unhappy expression.
    Πήρε ένα δυστυχισμένο ύφος.
     συνώνυμα:  face και look
  4. (μη μετρήσιμο) η έκφραση, μια έντονη επίδειξη συναισθήματος όταν παίζω μουσική, μιλώ κτλ.
    He’s lacking in expression.
    Υστερεί στην έκφραση.
     συνώνυμα: expressiveness
  5. (μαθηματικά, πληροφορική) η έκφραση, η παράσταση
    An expression is a combination of values, variables, and operators, which computes to a value. The computation is called an evaluation.
    Μια έκφραση είναι ένας συνδυασμός τιμών, μεταβλητών και τελεστών, ο οποίος υπολογίζει μια τιμή. Ο υπολογισμός ονομάζεται αποτίμηση.
    In the expression a2+b, if we replace a with 2 and b with 4 then…
    Στην παράσταση α2+β αν αντικαταστήσουμε το α με 2 και το β με 4 τότε...

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

expression (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]