expropriation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
expropriation (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- expropriation < exproprier
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
expropriation | expropriations |
expropriation (fr) θηλυκό