exproprier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- exproprier < λατινική proprius, κατά το approprier
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛks.pʁɔ.pʁi.je/
Ρήμα[επεξεργασία]
exproprier (fr) (μεταβατικό)