expugno

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

expugno < ex + pugnō

Ρήμα[επεξεργασία]

expugno (la) (expugnō1, expugnāvī, expugnātum, expugnāre)

  1. κυριεύω, κατακτώ
  2. υποτάσσω

Κλίση[επεξεργασία]