extend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας extend
γ΄ ενικό ενεστώτα extends
αόριστος extended
παθητική μετοχή extended
ενεργητική μετοχή extending

Ρήμα[επεξεργασία]

extend (en)

  1. (μεταβατικό) απλώνω, τεντώνω μέρος του σώματός μου, ειδικά ένα χέρι ή ένα πόδι, το απομακρύνω από το σώμα μου.
    He extended his hand to me.
    Μου άπλωσε το χέρι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη reach
  2. επεκτείνω
  3. παρατείνω
  4. εκτείνω, τεντώνω (το χέρι ή το πόδι)

Πηγές[επεξεργασία]