extend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | extend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | extends |
αόριστος | extended |
παθητική μετοχή | extended |
ενεργητική μετοχή | extending |
Ρήμα[επεξεργασία]
extend (en)
- (μεταβατικό) απλώνω, τεντώνω μέρος του σώματός μου, ειδικά ένα χέρι ή ένα πόδι, το απομακρύνω από το σώμα μου.
- επεκτείνω
- παρατείνω
- εκτείνω, τεντώνω (το χέρι ή το πόδι)