extend
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | extend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | extends |
αόριστος | extended |
παθητική μετοχή | extended |
ενεργητική μετοχή | extending |
Ρήμα
[επεξεργασία]extend (en)
- (μεταβατικό) επεκτείνω, επιμηκύνω, μακραίνω, κάνω κάτι πιο μακρύ
- (μεταβατικό) επεκτείνω, επιμηκύνω, μακραίνω, παρατείνω, κάνω κάτι διαρκεί περισσότερο
- (μεταβατικό) επεκτείνω, κάνω μια επιχείρηση, μια ιδέα κτλ. να καλύψει περισσότερες περιοχές ή να εκμεταλλευτεί σε περισσότερα μέρη
- (αμετάβατο) επεκτείνομαι, συμπεριλαμβάνω κάποιον ή κάτι
- ⮡ The strike also extended to the private sector.
- Η απεργία επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα.
- ⮡ The president’s authority extends to all political matters.
- Η δικαιοδοσία του προέδρου επεκτείνεται σε όλα τα θέματα πολιτικής.
- ⮡ The strike also extended to the private sector.
- (αμετάβατο) επεκτείνομαι, απλώνομαι, εκτείνομαι, καλύπτω μια συγκεκριμένη περιοχή, απόσταση ή χρονικό διάστημα
- ⮡ The war extended to all continents; it became global.
- Ο πόλεμος επεκτάθηκε σε όλες τις ηπείρους· έγινε παγκόσμιος.
- ⮡ The parks extends to the river.
- Το πάρκο απλώνεται ως το ποτάμι.
- ⮡ The beach extends many miles.
- Η παραλία εκτείνεται σε μήκος πολλών χιλιομέτρων.
- ⮡ The war extended to all continents; it became global.
- (μεταβατικό) τεντώνω κάτι για να φτάσω κάπου
- ⮡ I extended a rope between two posts.
- Τέντωσα ένα σκοινί ανάμεσα στους δύο στύλους.
- ⮡ I extended a rope between two posts.
- (μεταβατικό) απλώνω, τεντώνω μέρος του σώματός μου, ειδικά ένα χέρι ή ένα πόδι, το απομακρύνω από το σώμα μου.
- (μεταβατικό, επίσημο) προσφέρω ή παρέχω κάτι σε κάποιον· κάνω πρόσκληση ή υποδοχή
- ⮡ They extended help to the poor.
- Πρόσφεραν βοήθεια στους φτωχούς.
- ⮡ They extended their hospitality to us.
- Μας παρείχαν τη φιλοξενία τους.
- ⮡ We extended them an invitation.
- Τους κάναμε πρόσκληση.
- ⮡ She extended a warm welcome to my friends.
- Έκανε θερμή υποδοχή στους φίλους μου.
- ⮡ They extended help to the poor.
- (μεταβατικό) ζορίζω, κάνω κάποιον ή κάτι να χρησιμοποιήσει όλη του την προσπάθεια, τις ικανότητες, τα εφόδια κτλ.
- ⮡ He won without extending himself much.
- Κέρδισε χωρίς να ζοριστεί πολύ.
- ⮡ If we extend ourselves a little, we might be able to finish the work today.
- Αν ζοριστούμε λίγο μπορεί να τελειώσουμε τη δουλειά σήμερα.
- ⮡ I am pretty extended financially right now.
- Είμαι αρκετά ζορισμένος οικονομικά τώρα.
- ⮡ He won without extending himself much.