extensible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- extensible < extend
Επίθετο[επεξεργασία]
extensible (en)
- που μπορεί να επιμηκυνθεί
- επεκτάσιμος
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
extensible | extensibles |
Επίθετο[επεξεργασία]
extensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη étendre