extension

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
extension extensions

Ετυμολογία [επεξεργασία]

extension < παλαιά γαλλική estension < λατινική extensio

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

extension (en)

  1. η επέκταση, η προέκταση
  2. (μετρήσιμο) η παράταση, ένα επιπλέον χρονικό διάστημα που επιτρέπεται για κάτι
    an extension of leave/vacation - παράταση άδειας/διακοπών

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

extension < παλαιά γαλλική estension < λατινική extensio

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɛks.tɑ̃.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
extension extensions

extension (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη étendre