extension
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
extension | extensions |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- extension < παλαιά γαλλική estension < λατινική extensio
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]extension (en)
- η επέκταση
- η επέκταση, νέο τμήμα που προστίθεται σε ένα κτίριο
- η παράταση, επιπλέον χρονικό διάστημα που επιτρέπεται για κάτι
- ⮡ an extension of leave/vacation - παράταση άδειας/διακοπών
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επέκταση, η προέκταση, η αύξηση σε μήκος ή σε έκταση, το να επεκτείνω ή να προεκτείνω κάτι· κάτι που εκταθεί ή προεκταθεί
- ⮡ The extension of the subway will take several months.
- Η επέκταση του μετρό θα διαρκέσει αρκετούς μήνες.
- ⮡ The New Egnatia is the extension of the Egnatia road.
- Η Νέα Εγνατία είναι η προέκταση της Εγνατίας οδού.
- ⮡ Spaces for sports and recreation will be created with the extension of the beach.
- Χώροι άθλησης και αναψυχής θα δημιουργηθούν στην προέκταση της παραλίας.
- ⮡ The extension of the subway will take several months.
- η προέκταση καλωδίου
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- extension - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 664. ISBN 9780194325684., λήμμα: παράταση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- extension < παλαιά γαλλική estension < λατινική extensio
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛks.tɑ̃.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
extension | extensions |
extension (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη étendre