extension
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
extension | extensions |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- extension < παλαιά γαλλική estension < λατινική extensio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
extension (en)
- η επέκταση, η προέκταση
- (μετρήσιμο) η παράταση, ένα επιπλέον χρονικό διάστημα που επιτρέπεται για κάτι
- ↪ an extension of leave/vacation - παράταση άδειας/διακοπών
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- extension - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 664. ISBN 9780194325684., λήμμα: παράταση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- extension < παλαιά γαλλική estension < λατινική extensio
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛks.tɑ̃.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
extension | extensions |
extension (fr) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη étendre