extension
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- extension < παλαιά γαλλική estension < λατινική extensio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
extension (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- extension < παλαιά γαλλική estension < λατινική extensio
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛks.tɑ̃.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
extension | extensions |
extension (fr) θηλυκό
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη étendre