extensomètre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
extensomètre extensomètres

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

extensomètre (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη étendre