exterior

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

exterior (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
exterior exteriors

exterior (en)

  1. το εξωτερικό (μέρος ενός αντικειμένου)
  2. το εξωτερικό (οι ξένες χώρες)



Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

exterior (es)