Μετάβαση στο περιεχόμενο

exterminate

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας exterminate
γ΄ ενικό ενεστώτα exterminates
αόριστος exterminated
παθητική μετοχή exterminated
ενεργητική μετοχή exterminating

exterminate (en)

  • εξολοθρεύω, σκοτώνω όλα τα μέλη μιας ομάδας ανθρώπων ή ζώων
      The Nazis exterminated millions of Jews.
    Οι Ναζί εξολόθρευσαν εκατομμύρια Εβραίους.
     συνώνυμα: wipe out,  και δείτε τη λέξη destroy