exterminate
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | exterminate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | exterminates |
αόριστος | exterminated |
παθητική μετοχή | exterminated |
ενεργητική μετοχή | exterminating |
Ρήμα
[επεξεργασία]exterminate (en)
- εξολοθρεύω, σκοτώνω όλα τα μέλη μιας ομάδας ανθρώπων ή ζώων