Μετάβαση στο περιεχόμενο

externe

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
externe externes

Επίθετο

[επεξεργασία]

externe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]