extinct
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]extinct (en)
- σβησμένος
- εσβεσμένος (για ηφαίστεια)
- που έχει εκλείψει, έχει εξαφανιστεί με το πέρασμα του καιρού, δεν υπάρχει πια
extinct (en)