extinction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
extinction (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- extinction < λατινική exstinctio < exstinguere (σβήνω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛk.stɛ̃k.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
extinction | extinctions |
extinction (fr) θηλυκό
- η κατάσβεση, η απόσβεση
- η εξαφάνιση, ο αφανισμός
- ≈ συνώνυμα: disparition, fin
- η εξάλειψη
- extinction de voix - αφωνία