Μετάβαση στο περιεχόμενο

extinguish

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας extinguish
γ΄ ενικό ενεστώτα extinguishes
αόριστος extinguished
παθητική μετοχή extinguished
ενεργητική μετοχή extinguishing

extinguish (en)

  1. σβήνω φωτιά
      The fire was extinguished thanks to the timely notification and arrival of the fire department.
    Η φωτιά σβήστηκε χάρη στην έγκαιρη ειδοποίηση και άφιξη της πυροσβεστικής.
  2. καταστρέφω, εξαφανίζω, εξολοθρεύω
  3. κάνω κάτι να σκοτεινιάσει ή να μη φαίνεται

Συγγενικά

[επεξεργασία]