extinguish
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
extinguish (en)
- σβήνω (φωτιά)
- καταστρέφω, εξαφανίζω, εξολοθρεύω
- κάνω κάτι να σκοτεινιάσει ή να μη φαίνεται