extortion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

extortion (en)

  • εκβιασμός, ο εξαναγκασμός κάποιου να δώσει χρήματα για να μην προβεί ο εκβιαστής σε κάποια βίαιη ενέργεια εναντίον του

Συνώνυμα[επεξεργασία]