extract

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας extract
γ΄ ενικό ενεστώτα extracts
αόριστος extracted
παθητική μετοχή extracted
ενεργητική μετοχή extracting

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɪksˈtɹækt/
  (ΗΠΑ)

Ρήμα[επεξεργασία]

extract (en)

  1. βγάζω, αφαιρώ ή λαμβάνω μια ουσία από κάτι, για παράδειγμα χρησιμοποιώ μια βιομηχανική ή μια χημική διαδικασία
    I extract oil from olives.
    Βγάζω λάδι από ελιές.
  2. (επίσημο) βγάζω κάτι, ειδικά όταν αυτό χρειάζεται δύναμη ή προσπάθεια
    I extract a bad tooth.
    Βγάζω ένα χαλασμένο δόντι.
    I extract the cork from a bottle.
    Βγάζω το φελλό από ένα μπουκάλι.
  3. (μαθηματικά) εξάγω, βγάζω, αποτέλεσμα αριθμητικών πράξεων, λύση εξίσωσης

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • extract στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]