Μετάβαση στο περιεχόμενο

extracteur

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
extracteur extracteurs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

extracteur (fr) αρσενικό

  1. όργανο για την εξαγωγή ενός ξένου σώματος από τον οργανισμό
  2. μηχάνημα που διαχωρίζει το μέλι από το κερί χάρη στη φυγόκεντρο δύναμη

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη extraire