extracteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
extracteur | extracteurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
extracteur (fr) αρσενικό
- όργανο για την εξαγωγή ενός ξένου σώματος από τον οργανισμό
- μηχάνημα που διαχωρίζει το μέλι από το κερί χάρη στη φυγόκεντρο δύναμη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη extraire