Μετάβαση στο περιεχόμενο

extradite

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας extradite
γ΄ ενικό ενεστώτα extradites
αόριστος extradited
παθητική μετοχή extradited
ενεργητική μετοχή extraditing

extradite (en)

  • απελαύνω, εκδίδω
      The Greek government refuses to extradite the Turkish political fugitive.
    H ελληνική κυβέρνηση αρνείται να εκδώσει τον Tούρκο πολιτικό φυγάδα.