extradition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
extradition | extraditions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
extradition (en)
- η έκδοση ενός κρατουμένου στις δικαστικές αρχές μιας άλλης χώρας για να δικαστεί
- ↪ The government requested the extradition of the person who is considered responsible.
- Η κυβέρνηση ζήτησε την έκδοση του ατόμου που θεωρείται υπεύθυνο.
- ↪ The government requested the extradition of the person who is considered responsible.