extradition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
extradition extraditions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

extradition (en)

  • η έκδοση ενός κρατουμένου στις δικαστικές αρχές μιας άλλης χώρας για να δικαστεί
    The government requested the extradition of the person who is considered responsible.
    Η κυβέρνηση ζήτησε την έκδοση του ατόμου που θεωρείται υπεύθυνο.