extrajudiciaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- extrajudiciaire < extra- + judiciaire
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
extrajudiciaire | extrajudiciaires |
extrajudiciaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που δεν ανήκει στη δικαιοδοσία ενός δικαστηρίου, εξώδικος