extraordinary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | extraordinary |
συγκριτικός | more extraordinary |
υπερθετικός | most extraordinary |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
extraordinary (en)
- ασυνήθιστος, όχι κανονικό ή συνηθισμένο, μεγαλύτερο ή καλύτερο από το συνηθισμένο
Πηγές[επεξεργασία]
- extraordinary - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 135. ISBN 9780194325684., λήμμα: ασυνήθιστος