extraordinary

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός extraordinary
συγκριτικός more extraordinary
υπερθετικός most extraordinary

Ετυμολογία [επεξεργασία]

extraordinary < extra + ordinary

Επίθετο[επεξεργασία]

extraordinary (en)

  • ασυνήθιστος, όχι κανονικό ή συνηθισμένο, μεγαλύτερο ή καλύτερο από το συνηθισμένο
    His inclination for foreign languages is something extraordinary.
    Η κλίση του για τις ξένες γλώσσες είναι κάτι το ασυνήθιστο.
     συνώνυμα: unusual, → και δείτε τη λέξη wonderful
     αντώνυμα: ordinary

Πηγές[επεξεργασία]