extravagant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός extravagant
συγκριτικός more extravagant
υπερθετικός most extravagant

Επίθετο[επεξεργασία]

extravagant (en)

  • πολυτελής, ξοδεύω πολύ περισσότερα χρήματα ή χρησιμοποιώ πολύ περισσότερα πράγματα από όσα έχω τη δυνατότητα να ή από ό,τι είναι απαραίτητο
    extravagant tastes - πολυτελή γούστα

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

extravagant (fr)



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

extravagant (ro)