extravagant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | extravagant |
συγκριτικός | more extravagant |
υπερθετικός | most extravagant |
Επίθετο[επεξεργασία]
extravagant (en)
- πολυτελής, ξοδεύω πολύ περισσότερα χρήματα ή χρησιμοποιώ πολύ περισσότερα πράγματα από όσα έχω τη δυνατότητα να ή από ό,τι είναι απαραίτητο
- ↪ extravagant tastes - πολυτελή γούστα
- υπερβολικός, που κοστίζει πολύ περισσότερα χρήματα από ό,τι έχω ή είναι απαραίτητο
- υπερβολικός, για ιδέες, ομιλία ή συμπεριφορά που είναι πολύ ακραία ή εντυπωσιακή αλλά όχι λογική ή πρακτική
- ↪ I don’t really believe him, he is always extravagant in his descriptions.
- Δεν τον πολύ πιστεύω, είναι πάντα υπερβολικός στις περιγραφές του.
- ↪ I don’t really believe him, he is always extravagant in his descriptions.
Πηγές[επεξεργασία]
- extravagant - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 724. ISBN 9780194325684., λήμμα: πολυτελής
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
extravagant (fr)
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
extravagant (ro)