extremely
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
extremely (en)
- πάρα πολύ
- ↪ He is extremely tall.
- Είναι πάρα πολύ ψηλός.
- ↪ It is extremely kind of you.
- Πάρα πολύ ευγενικό εκ μέρους σας.
- ≈ συνώνυμα: exceedingly, exceptionally, extraordinarily, madly, mad, most, really, so, terribly, unusually και very
- ↪ He is extremely tall.