extremely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

extremely < extreme + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

extremely (en)

  1. υπερβολικά
     συνώνυμα: excessively, too
  2. πάρα πολύ
    he is extremely tall - είναι πάρα πολύ ψηλός
    it is extremely kind of you - πάρα πολύ ευγενικό εκ μέρους σας
     συνώνυμα: very, really, so, exceedingly, extraordinarily, unusually

Πηγές[επεξεργασία]