exulo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

exulo < exul

Ρήμα[επεξεργασία]

exulo (la) & exsŭlo & (αρχαϊκός τύπος) exsŏlo & (αρχαϊκός τύπος) exŏlo (exŭlo1, exulavi, exulatum, exulare)

Κλίση[επεξεργασία]

exulo exula exulat exulamus exulatis exulant