Μετάβαση στο περιεχόμενο

eyelid

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
eyelid eyelids

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
eyelid < eye + lid

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

eyelid (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]