eyelid
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
eyelid | eyelids |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]eyelid (en)
- (ανθρώπινο σώμα) το βλέφαρο
ενικός | πληθυντικός |
eyelid | eyelids |
eyelid (en)