Μετάβαση στο περιεχόμενο

eyeshadow

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
eyeshadow eyeshadows

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
eyeshadow < eye + shadow

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

eyeshadow (en)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • eyeshadow στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια