eyeshadow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
eyeshadow | eyeshadows |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
eyeshadow (en)
- (κοσμετολογία) η σκιά ματιών
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- eyeshadow στην αγγλική Βικιπαίδεια