Μετάβαση στο περιεχόμενο

eyesight

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
eyesight < eye + sight

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

eyesight (en) (μη μετρήσιμο)

  • η όραση, η ικανότητα να βλέπεις
      The falcon has perfect eyesight.
    Το γεράκι έχει τέλεια όραση.
     συνώνυμα: vision