Μετάβαση στο περιεχόμενο

eyewitness

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
eyewitness eyewitnesses

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
eyewitness < eye + witness

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

eyewitness (en)

  • ο/η αυτόπτης μάρτυρας
      The eyewitness and the accused are contradicting each other.
    Ο αυτόπτης μάρτυρας και ο κατηγορούμενος αλληλοδιαψεύδονται.