fédéral
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fédéral | fédéraux |
θηλυκό | fédérale | fédérales |
fédéral (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- fédérale
- fédéraliser
- fédéralisme
- fédéraliste
- fédérateur - fédératrice
- fédératif - fédérative
- fédération
- fédéré - fédérée
- fédérer