fédéral
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fédéral | fédéraux |
θηλυκό | fédérale | fédérales |
fédéral (fr) αρσενικό
![]() |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fédéral | fédéraux |
θηλυκό | fédérale | fédérales |
fédéral (fr) αρσενικό