Μετάβαση στο περιεχόμενο

fétichiste

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fétichiste fétichistes

fétichiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fétichiste fétichistes

fétichiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό