façon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
façon (fr) θηλυκό (πληθυντικός façons)
- ο τρόπος
façon (fr) θηλυκό (πληθυντικός façons)