fabriko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fabriko | fabrikoj |
αιτιατική | fabrikon | fabrikojn |
fabriko (eo)
- η φάμπρικα, το εργοστάσιο