faceted
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
faceted (en)
- που έχει έδρες, πολυεδρικό σχήμα, όπως ορισμένοι πολύτιμοι λίθοι ή οι οφθαλμοί μερικών εντόμων
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
faceted (en)