faceted

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

faceted (en)

  • που έχει έδρες, πολυεδρικό σχήμα, όπως ορισμένοι πολύτιμοι λίθοι ή οι οφθαλμοί μερικών εντόμων


Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

faceted (en)