facilanima
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | facilanima | facilanimaj |
αιτιατική | facilaniman | facilanimajn |
facilanima (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | facilanima | facilanimaj |
αιτιατική | facilaniman | facilanimajn |
facilanima (eo)