faculté
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]faculté (fr) θηλυκό (πληθυντικός facultés)
- σχολή (πανεπιστημιακή)
- (φιλοσοφία) δυνατότητα, ικανότητα
faculté (fr) θηλυκό (πληθυντικός facultés)