facultatif
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- facultatif < faculté
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fa.kyl.ta.tif/
- ⓘ
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | facultatif | facultatifs |
θηλυκό | facultative | facultatives |
facultatif (fr)