faiblement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- faiblement < fieblement < faible
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fɛ.blǝ.mɑ̃/
Επίρρημα
[επεξεργασία]faiblement (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη faible