Μετάβαση στο περιεχόμενο

faiblesse

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
faiblesse < foiblece < faible

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ.blɛs/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
faiblesse faiblesses

faiblesse (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 δείτε τη λέξη  faible