faiblesse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- faiblesse < foiblece < faible
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
faiblesse | faiblesses |
faiblesse (fr) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη faible