fainéant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fainéant | fainéants |
θηλυκό | fainéante | fainéantes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fainéant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fainéant | fainéants |
θηλυκό | fainéante | fainéantes |
fainéant (fr)