faint
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
faint (en)
- αδύναμος, ασθενικός, εξασθενημένος, καταβεβλημένος
- faint with hunger - εξασθενημένος από την πείνα
- faint resistance - αδύναμη αντίσταση
- άτολμος, χωρίς θάρρος και ενέργεια
- αμυδρός, αδιόρατος, ανεπαίσθητος
- a faint smile - ένα αδιόρατο χαμόγελο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
faint (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
faint (en)