fairly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός fairly
συγκριτικός more fairly
υπερθετικός most fairly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

fairly (en)

  1. (πριν από επίθετα και επιρρήματα) αρκετά, σε κάποιο βαθμό αλλά όχι πολύ
    ⮡  Their house is fairly big.
    Το σπίτι τους είναι αρκετά μεγάλο.
    ⮡  The food was fairly good, although a bit salty.
    Το φαγητό ήταν αρκετά καλό, αν και λίγο αλμυρό.
    ⮡  He’s fairly smart for his age.
    Είναι αρκετά έξυπνος για την ηλικία του.
    ⮡  The neighborhood is fairly quiet at night.
    Η γειτονιά είναι αρκετά ήσυχη το βράδυ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη quite
  2. δίκαια, με δίκαιο τρόπο
    ⮡  The referee treated both teams fairly.
    Ο διαιτητής φέρθηκε δίκαια και στις δύο ομάδες.
    ⮡  The judge ruled fairly in the case.
    Ο δικαστής αποφάσισε δίκαια στην υπόθεση.
    ⮡  The decision was made fairly, with no favoritism.
    Η απόφαση ελήφθη δίκαια, χωρίς μεροληψία.
    ⮡  The company compensates its employees fairly.
    Η εταιρεία αποζημιώνει τους υπαλλήλους της δίκαια.
    ⮡  She treated everyone fairly, regardless of their background.
    Τους συμπεριφέρθηκε δίκαια, ανεξαρτήτως του υπόβαθρού τους.