faisable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
faisable faisables

Επίθετο

[επεξεργασία]

faisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πραγματοποιήσιμος
  2. (κατ’ επέκταση) εφικτός